- άγνινος
- ἄγνινος, -η, -ον (Α) [ἄγνος]ο κατασκευασμένος από αγνό, από λυγαριά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγνίναις — ἄγνινος made of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγνιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Πατέρας του Τίφυα, κυβερνήτη της Αργώς, που πέθανε κατά τη διάρκεια του πλου στη χώρα των Μαριανδυνών του Πόντου. * * * ἄγνιος, ον (Α) ο ἄγνινος* … Dictionary of Greek
άγνος — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… … Dictionary of Greek